Γλεντζέδες μέθυσοι και ταβέρνες στην Έδεσσα
Του Γιώργου Ρουμελιώτη
Η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής ήταν μια από τις δύσκολες περιόδους του σύγχρονου Ελληνισμού. Όλοι έχουμε ακούσει πραγματικές ιστορίες και γεγονότα από τους παππούδες μας για τις δύσκολες εκείνες ημέρες. Οι Γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από την Έδεσσα τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1944, αφήνοντας πίσω στάχτες, θάνατο και πόνο. Λίγες εβδομάδες πριν αποχωρήσουν είχαν κάψει και τη συνοικία Βαρόσι. Ωστόσο, η ζωή συνεχίστηκε όσο δύσκολο και αν ήταν. Μετά τις τραγικές ημέρες της Γερμανικής Ναζιστικής θηριωδίας, οι Εδεσσαίοι άρχισαν να ζούνε ελεύθεροι και να ξαναστήνουν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, τη ζωή τους. Κι’ όμως, η ζωή ανθίζει μέσα στα συντρίμμια και μέσα στα καμένα, όπως ακριβώς μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά ανθίζουν τα πρώτα αγριολούλουδα. Τίποτε δεν προμήνυε μια ακόμα μεγάλη συμφορά που θα ακολουθούσε, τον Εμφύλιο πόλεμο, που αποδείχτηκε ακόμα πιο καταστροφικός.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, άρχισαν να λειτουργούν γύρω από τη σημερινή πλατεία Τημενιδών μικρές ταβέρνες που πρόσφεραν μια ευκαιρία για τραγούδι, χορό, ούζο, ρετσίνα και κρασί στους εδεσσαίους γλεντζέδες. Οι μερακλήδες είχαν την ευκαιρία να ξεδώσουν. Η μουσική ακούγονταν από γραμμόφωνα και μικρούς δίσκους, ενώ οι μεζέδες ήταν πραγματικά φτωχικοί: λίγες ελίτσες, κρεμμύδι, ντομάτα από τον κήπο και καμιά τηγανιτή σαρδέλα. Όσο λιγοστοί ήταν οι μεζέδες τόσο πλούσιο ήταν το ποτό. Ήταν τόσο όσο άντεχε η τσέπη του καθενός. Και φυσικά, όταν πίνεις ξεροσφύρι είναι επόμενο να μεθάς ακόμα πιο εύκολα. Την εποχή εκείνη τρεις μεγάλοι γλεντζέδες ήπιαν δύο οκάδες ρετσίνα (περίπου 3 λίτρα) με μοναδικό μεζέ ένα μήλο! Αυτά κάνει η φτώχεια και η ανέχεια.
Γλεντζέδες μέθυσοι και ταβέρνες στην Έδεσσα
Ας θυμηθούμε με τη βοήθεια του Σωκράτη Σιάνη μερικές από τις ταβέρνες που λειτουργούσαν γύρω από τη σημερινή πλατεία Τημενιδών: η ταβέρνα του Τσαούσκα, του Ηλία Κουστοδώρου, της Δέσποινας και του Χρήστου, του Δαβίδ που ήταν καφενείο και το βράδυ λειτουργούσε ως ταβέρνα, του Πέτρου Παπαδήμου (Παπαδιονυσίου). Μην φανταστεί κανείς ταβέρνες πολυτελείας. Ήταν απλά και μικρά μαγαζάκια της εποχής, με ψάθινες καρέκλες, με χοντροκομμένα ξύλινα τραπεζάκια και λιγοστά σκεύη μαγειρικής. Δεσπόζουσα θέση είχε το γραμμόφωνο που δεν σταματούσε να παίζει τα ίδια γνωστά κομμάτια που, ωστόσο, αρκούσαν για να φέρουν στο τσακίρ κέφι τους ελάχιστα απαιτητικούς πελάτες. Οι πλάκες γραμμοφώνου ήταν λιγοστές, όπως και οι μεζέδες. Από όλες τις ταβέρνες ακούγονταν λαϊκά, ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Να υπογραμμίσουμε πως το ποτό της εποχής ήταν το ούζο, ακολουθούσε η ρετσίνα και τέλος το κρασί.
Το μεγάλο σουξέ της εποχής ήταν το τραγούδι «Μαριγούλα Μανταλένα» του Σπύρου Περιστέρι. Ήταν η μεγάλη επιτυχία της εποχής. Οι θαμώνες το παράγγελναν με τα μανίας και το χόρευαν επιδεικνύοντας τις χορευτικές τους ικανότητες. Το τραγούδι έλεγε: «Σ’ ένα τσαντίρι φτωχικό, εβρέθηκε μια μέρα η μαυρομάτα η Μαριγώ δίχως μάνα και πατέρα. Τα κάλλη της την κάνανε σωστής τσιγγάνας γέννα και τ’ όνομα της έγινε Μαριγούλα Μανταλένα. Είχε τσιγγάνικη ομορφιά, δυο μάτια μαγεμένα, ξετρέλανε όλο το ντουνιά η Μαρία η Μανταλένα. Τρανό ταλέντο στη σκηνή, πήγε η Μαριώ στα ξένα, νέοι και γέροι φώναζαν αχ, Μαρία Μανταλένα».
Το τραγούδι αυτό χορεύονταν όσο κανένα άλλο, Μάλιστα, μερικές φορές, γινόταν και η αιτία για καυγάδες μεταξύ των θαμώνων των ναών του αλκοόλ. «Εγώ το παράγγειλα και εγώ θα το χορέψω». «Όχι δική μου είναι η παραγγελιά, κάτσε στη θέση σου». Κάποτε στήθηκε ένα ομηρικός καυγάς ανάμεσα στον Σταύρο Τσίρου και τον Γιάννη Αλιζώτη για το ποιος θα χορέψει την παραγγελία. Χάρη στην παρέμβαση του Θωμά Δέλιου ο καυγάς σταμάτησε. Ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να πει όχι στον πανύψηλο και γεροδεμένο Δέλιο. Χειμώνα και καλοκαίρι οι θαμώνες έρχονταν στην ώρα τους για να ακούσουν μουσική, να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να χαρούν το αγαπημένο τους ποτό. Και οι διπλανοί μαγαζάτορες έπιναν ένα ποτηράκι στα όρθια και ξεροσφύρι. Οι ταβερνιάρηδες δεν ήταν απαιτητικοί από τους πελάτες τους. Έφτανε μία παρέα για να λειτουργούν ως αργά το βράδυ.
Ακόμα και οι πιο φτωχοί βρίσκανε την ευκαιρία να πιούν ένα ποτηράκι, πριν πάνε στον μπαξέ τους ή επιστρέψουν στο σπίτι τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιάννης Ρόπκας, που πηγαίνοντας στον μπαξέ του στον Λόγγο ή επιστρέφοντας από το Λόγγο με το γαϊδουράκι του, σταματούσε στο μπακάλικο – μανάβικο του Αλέκου Νουσηκύρου για να πιεί στα όρθια το ουζάκι του. Και αυτό συνέβαινε κάθε μέρα σαν ιεροτελεστία. Μάλιστα, το γαϊδουράκι είχε μάθει πια τη διαδρομή και σταματούσε χωρίς το γνωστό «τσόγκς» μπροστά στο μαγαζί του Νουσηκύρου για να πάρει τη δόση του το αφεντικό του. Μάλιστα, ο Ρόπκας έπινε το ποτηράκι του χωρίς καν να κατέβει από το γαϊδούρι του. Ο ευφυής Κουστοδώρου στην ταβέρνα του είχε αναρτήσει και τη αρμόζουσα ταμπέλα: «Ριζική θεραπεία της γρίπης πίνοντας ούζο επί ποδός». Βέβαια, δεν είχε σημασία που δεν ήταν χειμώνας. Η θεραπεία ήταν προληπτική για όλον τον χρόνο.
Φυσικά, το ποτό και μάλιστα σε αδύνατους οργανισμούς έφερνε και τις ανάλογες παρενέργειες. Οι θαμώνες φεύγανε τραγουδώντας και χορεύοντας. Άλλες φορές τους αναζητούσαν οι γυναίκες τους, από ταβέρνα σε ταβέρνα, για να τους πάρουν στο σπίτι. Το πιο γνωστό επιφώνημα τους ήταν το «όπα, όπα». Κάποιος γείτονας σχολίαζε δεικτικά: «Όλοι τους είναι μέλη της Οργάνωσης παλαβών ανθρώπων». Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο ότι όλοι τους ήταν άκακοι άνθρωποι. Στις ταβέρνες αυτές συχνάζανε και οι γνωστοί μέθυσοι. Δεν καταγράφουμε τα ονόματά τους για λόγους σεβασμού. Ένας από αυτούς μεθούσε τόσο που ήταν αδύνατο να περπατήσει. Έτσι, τον βάζανε πάνω στο κάρο του και το άλογο που ήξερε τον δρόμο τον πήγαινε σπίτι του!
Ένας άλλος γνωστός μέθυσος με το παρατσούκλι «ζάμπα», δηλαδή βάτραχος, συνέχιζε το γλέντι και μετά την ταβέρνα. Τραγούδαγε και χόρευε στους δρόμους της Έδεσσας. Έφτιαχνε μάλιστα δικά του τραγούδια με αυτοσχέδιους στίχους και μουσική. Βέβαια, έλεγε ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Όσοι βρίσκονταν στο κρεβάτι ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Όσοι τον συναντούσανε του έλεγαν: «Είσαι το μεγαλύτερο ταλέντο όλων των εποχών». Και αυτός έπαιρνε θάρρος και δώστου τις συνθέσεις και τις χορογραφίες. Άλλοι επιλέγανε πιο λόγιες μελωδίες: «Στην σκάλα που ανεβαίνεις να πέσει η κάλτσα σου, να σκύψεις να τη δέσεις να δω τη γάμπα σου. Δεν σε θέλω, μην περνάς, τα παπούτσια σου χαλάς. Αύριο θα παντρευτείς και δεν θα έχεις να φορείς». Μάλιστα, ελλείψει μουσικής συνοδείας ολοκλήρωναν και το μουσικό θέμα του τραγουδιού: «Τζαν τζιγκιτζί, ράμπα μπαμπά». Τι σημαίνανε τα λόγια αυτά μόνο ο ίδιος το ήξερε!
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με τη βοήθεια του Σωκράτη Σιάνη, του γνωστού εδεσσαίου περιπτερά, του περιπτερά της καρδιάς μας.
Γλεντζέδες μέθυσοι και ταβέρνες στην Έδεσσα