Στη δημοσιότητα δόθηκε το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης
Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών
(ΕΟΔΑΣΑΑΜ) για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Η έκθεση παρουσιάστηκε από τον
πρόεδρο του ΕΟΔΑΣΑΑΜ Χρήστο Παπαδημητρίου, τον κ. Κώστα Καπετανίδη,
προϊστάμενο μονάδας διερευνήσεων ΕΟΔΑΣΑΑΜ καθώς και τα μέλη της Επιτροπής
Διερεύνησης και στελέχη της ERA, Bart Accou, Fabrizio Carpinelli. Τα σημαντικότερα
ευρήματα παρουσιάζονται παρακάτω. Στο πόρισμα αυτό, παρουσιάστηκαν οι ελλείψεις
στο σύστημα λειτουργίας του σιδηρόδρομου, αλλά και τα λάθη κατά την διερεύνηση του
ατυχήματος.
Βασικό ζήτημα ήταν η μη υλοποίησης της σύμβασης 717. Η σύμβαση 717 ανάμεσα
στην ΕΡΓΟΣΕ και στην κοινοπραξία των εταιρειών ΤΟΜΗ – Alstom υπεγράφη τον
Σεπτέμβριο του 2014. Είχε προϋπολογισμό 41 εκατ. ευρώ και προθεσμία υλοποίησης
δύο ετών. Προέβλεπε την αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης και
τηλεδιοίκησης στον άξονα Αθήνας – Θεσσαλονίκης – Προμαχώνα. Επομένως, η
σύμβαση αυτή θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 2016 και αν είχαν μπει τα συστήματα
ασφαλείας που εκείνη υπαγόρευε, πιθανότατα θα απέτρεπαν το δυστύχημα.
Ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ στο πόρισμά του, εξηγεί πως οι σταθμάρχες πλέον μετά την
αντικατάστασή τους και τις μειώσεις προσωπικού στον ΟΣΕ, δεν έχουν την απαραίτητη
εμπειρία. Ακόμη, δεν υπήρχε μηχανισμός παρακολούθησης της απόδοσης των
σταθμαρχών, ενώ συμπληρώνει πως «το προσωπικό που εκτελεί κρίσιμα καθήκοντα
εργαζόταν με τρόπο πέρα από το ανθρώπινο όριο, με 2 ρεπό το μήνα». Επίσης,
σύμφωνα με το πόρισμα, ο ΟΣΕ λειτουργεί με το 45% του προσωπικού που προβλέπει
το οργανόγραμμά του, δηλαδή με 589 εργαζόμενους αντί 2.097. Τον Σεπτέμβριο του
2024, ο ΟΣΕ απασχολούσε 108 σταθμάρχες αντί για 409 και 57 κλειδούχους αντί για
399. Οι ερευνητές, επίσης, σημείωσαν πως «Ο σταθμάρχης Λάρισας δεν
χρησιμοποίησε την αυτόματη χάραξη, άφησε κατά λάθος την αλλαγή 118 στη διαγώνιο.
Ήταν ένα μεγάλο λάθος χειρισμού» Ταυτόχρονα όμως υπήρχε και λάθος από την
πλευρά του οδηγού. Όπως σημειώθηκε: «Ο οδηγός έπρεπε να επαναλάβει την εντολή
που πήρε από τον σταθμάρχη να προχωρήσει. Προχωρώντας βρήκε τα κλειδιά στη
διαγώνιο. Έπρεπε να σταματήσει και δεν σταμάτησε». Ο κ. Καπετανίδης τόνισε πως ο
μηχανοδηγός της επιβατικής αμαξοστοιχίας, που έπρεπε να συνεχίσει ευθεία, στο
σημείο που είδε το «κλειδί» στη διαγώνιο, έπρεπε να σταματήσει. Είναι μυστήριο το γιατί
δεν σταμάτησε. Ο κύριος παράγοντας που μπορεί να το εξηγήσει αυτό, σύμφωνα με το
πόρισμα, είναι ότι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να κατευθύνονται οι μηχανοδηγοί στην
αντίθετη γραμμή. Όπως αναφέρεται, αυτό είχε συμβεί και νωρίτερα την ίδια ημέρα στο
επίμαχο τμήμα, μεταξύ Λάρισας και Νέων Πόρων.
Ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ κατέληξε στο πόρισμα του πως τα θύματα που πέθαναν από τη φωτιά
είναι 5 ως 7. Τα περισσότερα από τα θύματα πέθαναν από μηχανικά αίτια, καθώς τα
οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα να αντέχουν συγκρούσεις με περισσότερα από 36
χιλιόμετρα την ώρα. Η Επιτροπή σχετικά με τα αίτια της φωτιάς κατέληξε στο εξής
συμπέρασμα: «Με βάση τις παρατηρήσεις που μπόρεσαν να γίνουν, δεν υπάρχει καμία
ένδειξη ότι ο τεχνικός εξοπλισμός της έλασης υλικού που χρησιμοποιήθηκε προκάλεσε
το σχηματισμό και την επέκταση της τεράστιας πύρινης σφαίρας που προέκυψε μετά
την πρόσκρουση, και στη συνέχεια οδήγησε στις δευτερογενείς πυρκαγιές. Με τα
υπάρχοντα στοιχεία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί τι ακριβώς την προκάλεσε, αλλά οι
προσομοιώσεις υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία ενός άγνωστου μέχρι σήμερα
καυσίμου». Οι ερευνητές είπαν πως έλαβαν υπόψη τους όλα τα δεδομένα, συνέκριναν
τα στοιχεία και θεωρούν «εξαιρετικά απίθανο» τα έλαια σιλικόνης να προκάλεσαν την
πυρόσφαιρα και με αυτό συμφωνούν επιπλέον αναλύσεις ειδικών που έχουμε και
επαληθεύουν τα ευρήματα μας».
Ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ σχετικά με την διερεύνηση του συμβάντος, διαπιστώνει πως δεν έγινε
εφαρμογή επιχειρησιακής περιμέτρου καθώς και σωστή χαρτογράφηση του χώρου
διερεύνησης του ατυχήματος. Συγκεκριμένα σημειώνει: «Υπήρξε απώλεια πληροφοριών
απαραίτητων για την κατανόηση των αιτιών και των παραγόντων του ατυχήματος». Ο
Αστέριος Αλεξάνδρου, προϊστάμενος σιδηροδρομικών ατυχημάτων, επίσης αναφέρει ότι
«δεν υπήρχε πραγματικός συντονισμός σε επιχειρησιακό ή σε στρατηγικό επίπεδο, των
διαφόρων υπηρεσιών στον τόπο της σύγκρουσης». Τέλος, σημειώνεται ότι «Η αυτοψία
του τόπου του δυστυχήματος δεν έγινε με τον τρόπο που έπρεπε ώστε να
προσδιορίσουμε κατόπιν αυτού το καύσιμο που προξένησε την πυρόσφαιρα. Έγιναν
προσομοιώσεις ωστόσο το μόνο που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι αυτό που
επίσημα μεταφερόταν στο τρένο και οι γραμμές του τρένου δεν μπορούν να
δικαιολογήσουν την πυρόσφαιρα».
Γράφει η Ελένη Παπαδημητρίου

