ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΓΡΑΦΕΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΣΙΣΚΟΥ
Η 14η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε από τη βουλή των Ελλήνων, το 1998, ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, από τους τούρκους.
Οι μνήμες αυτές, αλλά και όχι μόνο αυτές, δικαίως έχουν χαρακτηρίσει την Τουρκία ως μία φυλή που δεν έχει ιστορία αλλά Ποινικό Μητρώο και σαν Έλληνες θα πρέπει να αγωνιστούμε, όχι μόνο για να μη σβήσει ποτέ αυτή η μνήμη, αλλά να αναγνωριστεί παγκοσμίως η γενοκτονία που διαπράχθηκε σε βάρος των Ελλήνων και γιατί όχι να αγωνιστούμε και για την επιστροφή των απογόνων, όσων κατάφεραν να επιζήσουν, στις πατρογονικές τους εστίες.
ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΜΕΡΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τον Δεκέμβριο του 1920 η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη οργάνωσε δημοψήφισμα για την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Πριν την επιστροφή του γερμανόφιλου βασιλιά οι σύμμαχοι δήλωσαν, πως αυτή η επιστροφή τους αποδέσμευε και από τις υποχρεώσεις τους και κάθε οικονομική υποστήριξη προς την Ελλάδα. Τελικά έτσι βρήκαν δικαιολογία οι Γάλλοι και οι Ιταλοί να αποδεσμευτούν από τη ”Συνθήκη των Σεβρών” και στη συνέχεια προσέγγισαν την Τουρκία μυστικά, υπέγραψαν και έλαβαν υποσχέσεις– εάν αποσύρουν τα στρατεύματά τους οι δύο αυτές χώρες — για κατοχύρωση οικονομικών συμφερόντων των στην περιοχή. Και η Σοβιετική Ένωση άρχισε να ενισχύει τότε με διάφορους τρόπους τον πολεμικό αγώνα των τούρκων, μετά την υπογραφή συμφωνιών μεταξύ τους.
Συμπέρασμα; Μόνοι μας έπρεπε να αγωνιστούμε.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διάσκεψης του Λονδίνου και η αναγνώριση de facto του κεμαλικού κινήματος έδειξαν το δρόμο της επίθεσης στον Ελληνικό στρατό. Αυτή την κατεύθυνση έδειχναν και οι Βρετανοί. Τον Μάρτιο του 1921 έχουμε ολομέτωπη επίθεση με σκοπό την κατάληψη δύο συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στο Βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Στο νότο το 1ο σώμα στρατού κατέλαβε με ευκολία το Αφιόν Καραχισάρ. Στο βορρά το Γ΄σώμα στρατού συνάντησε μεγάλη αντίσταση και αναγκάστηκε σε υποχώρηση προς την Προύσα. Λόγω αυτής της αποτυχημένης έκβασης παραιτήθηκε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης.
Οι Έλληνες αποφάσισαν ευρείας κλίμακας επίθεση για να επιτύχουν νίκη και έτσι να μπορούν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος στη συνδιάσκεψη που προετοιμαζόταν. Για την προετοιμασία αυτής της επίθεσης πήγαν στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης. Αποφασίστηκε η προέλαση προς το Σαγγάριο και προς την Άγκυρα, μετά την πλήρη διαλυση των κεμαλικών δυνάμεων.
Κάτω από ισχυρά δύσκολές συνθήκες οι Έλληνες έφτασαν στο Σαγγάριο. Η κατάσταση είχε στραφεί προς όφελος των δυνάμεων του Κεμάλ και από τη διπλωματία, αλλά και επειδή πλέον φανερά εξοπλίζοντο τα τουρκικά στρατεύματα από τους Ιταλούς, τους Γάλλους και τους Σοβιετικούς, ενώ η Βρετανία το έπαιζε ουδέτερη.
Το μέτωπο των Ελλήνων ήταν διευρυμένο και ο Κεμάλ ενισχυμένος, όπως σας ανέφερα, ετοίμαζε την αντεπίθεση με την ησυχία του, επειδή σίγουρα κάτι περισσότερο ήξερε από την πλευρά των δυνάμεων που τον ενίσχυαν.
Στη συνδιάσκεψη των τριών υπουργών εξωτερικών (Γαλλία-Ιταλία-Βρετανία), που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1922, μετά από διαφωνίες, τελικά αποφασίστηκε να προταθεί η απομάκρυνση του ελληνικού στρατού, με αντάλλαγμα την προστασία των ελληνικών περιοχών από την ”Κοινωνία των Εθνών”. Ποια ‘Κοινωνία των Εθνών”; Τελικά οι Έλληνες υπό την προστασία των αιμοσταγών γενοκτόνων τούρκων!
Τα δύο εμπόλεμα μέρη έπρεπε να υπογράψουν ανακωχή-τελική συνθήκη ειρήνης, όπου υπήρχε αναλυτική περιγραφή σχετικά με την προστασία των Ελλήνων από τους τούρκους, περιγραφή με γενικόλογα και ευχολόγια. Μετά από τόσα δεινά εκατονταετιών ποιος Έλληνας εμπιστευόταν- εμπιστεύεται τούρκο. Ο τούρκος ηγέτης Κεμάλ ήταν αδιάλλακτος και απαίτησε την μονομερή και πλήρη απομάκρυνση του ελληνικού στρατού. Αυτή η συμπεριφορά ακύρωνε και τη διαπραγμάτευση.
Στα τέλη Μαΐου έπεσε η κυβέρνηση Γούναρη και αντικαταστάθηκε από του Πρωτοπαπαδάκη, όπου συμμετείχε και ο Γούναρης. Την ηγεσία του στρατεύματος ανέλαβε ο Γεώργιος Χατζηανέστης, που διετέλεσε διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας από τον Μάιο του 1922 μέχρι τις 24 Αυγούστου του 1822. Ήταν ιδιόρρυθμος και πειθαρχιομανής και δε θεωρούσε ότι ήταν ανάγκη να τονωθεί η ψυχολογία του στρατεύματος. Εκτίμησε δε, πως δε θα προέκυπτε πρόβλημα εάν τελικά μεταφέρονταν μονάδες από τη Μικρά Ασία στη Θράκη, όπως και έγινε. Υπήρξε υπέρμαχος της σύμπτυξης του μετώπου όσον αφορά το μήκος. Το χρονικό αυτό διάστημα η ελληνική κυβέρνηση ήθελε την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως για να εκβιάσει σε λύση.
Πρόβλημα μεγάλο ήταν η συντήρηση του στρατεύματος, οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα και οι αγωνιώδεις προσπάθειες να πείσουν τους πρώην συμμάχους να προτείνουν σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος, καθώς και η αδιαλλαξία του Κεμάλ, που σίγουρα στηριζόταν στη στήριξη των πρώην συμμάχων μας.
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός με συνολικά 17 μεραρχίες, εξαπέλυσε επίθεση υπό τον Κεμάλ μαζί με άλλους πασάδες. Η επίθεση εκδηλώθηκε στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Οι μάχες ήταν σφοδρές και, μετά από αντιπερισπασμούς, ο τουρκικός αιφνιδιασμός είχε επιτυχία. Το μέτωπο διασπάστηκε με βαριές απώλειες. Είχε χαθεί η επικοινωνία του αρχιστρατήγου Χατζηανέστη με πολλές ελληνικές μονάδες, με αποτέλεσμα την απομόνωση και την υποχώρηση.
Ο ελληνικός στρατός είχε χαμηλό ηθικό λόγω της μακράς παραμονής του στο μέτωπο, αλλά και λόγω της προπαγάνδας που επικράτησε στις τάξεις του και έτσι δεν προέβαλε την αναμενόμενη αντίσταση. Άρχισε να υποχωρεί προς το Αιγαίο σε απόλυτη αταξία, ακολουθούμενος από πλήθη προσφύγων, που προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα.
Στο βόρειο τομέα το 3ο σώμα στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη προς τα λιμάνια της Πανόρμου και της Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία με προορισμό την Ελλάδα. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης είχε εγκαταλείψει το έδαφος της Μικράς Ασίας.
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε με ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης και πρόσφυγες από άλλα μέρη συνεχώς κατέφθαναν στην πόλη
Οι ελληνικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές έφυγαν από την πόλη στις 8 Σεπτεμβρίου, με τον Αριστείδη Στεργιάδη – ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη
Την επόμενη μέρα μονάδα τουρκικού ιππικού με τα ξίφη στα χέρια μπήκε στη Σμύρνη και αργότερα και άλλα στρατεύματα με τον Νουρεντίν.
Τα πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων που κατέφθαναν στο λιμάνι της Σμύρνης ήταν για να προστατεύσουν τα μέλη των ξένων παροικιών.
Το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε την Μικρά Ασία είχε πανικοβάλει τα πλήθη.
Στις 27 Αυγούστου μπήκαν στην πόλη τουρκικά στρατεύματα και εγκαταστάθηκε τουρκική διοίκηση υπό τον Νουρεντίν Πασά.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Νουρεντίν παρέδωσε στον τουρκικό όχλο τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και μαζί του αρκετά μέλη της δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι αφού υπέστησαν βασανιστήρια, σφαγιάστηκαν. Το βράδυ της 27ης Αυγούστου, οι τούρκοι κάτοικοι αρχικά και στη συνέχεια ο στρατός, επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες που κράτησαν μέρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τουλάχιστον 10.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους αυτές τις μέρες. Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην αρμενική συνοικία της Σμύρνης. Ήταν ένας προμελετημένος εμπρησμός από τις τουρκικές αρχές και στη συνέχεια επεκτάθηκε η φωτιά στην ελληνική συνοικία. Οι τούρκοι δεν φρόντισαν για την κατάσβεση της πυρκαγιάς και μάλιστα εμπόδισαν όσους διέμεναν εκεί να απομακρυνθούν. Ήταν προφανές πως ήταν σχεδιασμένος ο αφανισμός του ελληνικού στοιχείου από την περιοχή. Την ίδια στιγμή χιλιάδες πανικόβλητοι κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην προκυμαία της Σμύρνης, με σκοπό να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη τους και πολλοί από αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο, μάλιστα υπό το βλέμμα των πληρωμάτων των ξένων πολεμικών πλοίων. Οι άτακτοι τούρκοι-τσέτες με μίσος και χωρίς κανένα όριο λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν, με τις ευλογίες του Κεμάλ.
Οι μουσουλμανικές χώρες από όλο τον πλανήτη συνεχάρησαν τους τούρκους για όλα αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα που κατάφεραν εναντίον χριστιανών και όπως είπαμε, χώρες της χριστιανικής δύσης τους στήριξαν και τους εξόπλισαν, για να έχει επιτυχία το σχέδιο της εξόντωσής μας, με αντάλλαγμα τα οικονομικά πατήματά τους στην Μικρά Ασία.
Μέχρι την 17η Σεπτεμβρίου του 1922 οι χριστιανοί κάτοικοι της Σμύρνης είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες είχαν μεταφερθεί στην Ανατολία ως όμηροι.
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ