ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Η «Οχράνα» της Πέλλας: Πώς οι Γερμανοί όπλισαν βουλγαρόφιλους και έσπειραν τον τρόμο στη Μακεδονία
Ιστορική έρευνα
Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτανε προς το τέλος του, με τις δυνάμεις του Άξονα να υποχωρούν, οι Γερμανοί κατακτητές αναζήτησαν απεγνωσμένα νέους συμμάχους. Στη βόρεια Ελλάδα, τον ρόλο αυτόν ανέλαβε η «Οχράνα», μια ένοπλη οργάνωση βουλγαρόφιλων, που δημιουργήθηκε αρχικά στη Δυτική Μακεδονία και επεκτάθηκε μεθοδικά στην Έδεσσα και την ευρύτερη περιοχή της Πέλλας. Το αποκλειστικό αυτό ρεπορτάζ ρίχνει φως στις σκοτεινές επιχειρήσεις, τα πρόσωπα και τα εγκλήματα της Οχράνα, που έσπειρε τον τρόμο στο όνομα της «αυτοάμυνας» και των βουλγαρικών αλυτρωτικών οραμάτων.
Η «Οχράνα», που σημαίνει «αυτοάμυνα», εξοπλίστηκε αρχικά από τις ιταλικές δυνάμεις το 1943. Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, η οργάνωση διατηρήθηκε και ενισχύθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι είδαν σε αυτήν ένα χρήσιμο εργαλείο για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δράση του ΕΛΑΣ. Από τις αρχές του 1943, Βούλγαροι αξιωματικοί πίεζαν για τον εξοπλισμό σλαβόφωνων κατοίκων της Πέλλας, ενώ αποθήκευαν όπλα κρυφά στην Έδεσσα, τους Γαλατάδες και τη Γουμένισσα. Τον Απρίλιο του 1944, οι Γερμανοί έδωσαν το πράσινο φως για τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων. Οι άνδρες της Οχράνα φορούσαν ιταλικές στολές με μια ταινία στον βραχίονα που έγραφε «Βούλγαροι εθελονταί Εδέσσης» ή «Γηγενείς εθελονταί Εδέσσης».
Αντίποινα, προπαγάνδα και ηγεσία
Η αντίδραση του ΕΛΑΣ ήταν άμεση και σκληρή. Μετά από επιθέσεις σε χωριά, όπως η Πλατάνη και η Βρυττά, οι οποίες ήταν προπύργια της Οχράνα, το ΕΑΜ εξέδωσε προκήρυξη καλώντας τους σλαβόφωνους να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ και προειδοποιώντας για σκληρή τιμωρία όσους παρέμεναν στην Οχράνα. Τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ, αν και αποθάρρυναν κάποιους, οδήγησαν άλλους στην αγκαλιά των Γερμανών. Για παράδειγμα, δύο κάτοικοι του Άσπρου, των οποίων το σπίτι κάηκε και ο αδερφός δολοφονήθηκε από τον ΕΛΑΣ, εντάχθηκαν και έγιναν ηγετικά στελέχη της Οχράνα.
Τον Ιούνιο του 1944, οι Γερμανοί έδωσαν την τελική τους έγκριση. Έδρα της Οχράνα ορίστηκε η Έδεσσα, με γενικό διοικητή τον αξιωματικό των SS, Hayde, και σύμβουλο τον Dimitar Cilev, έμπιστο του ηγέτη της ΕΜΕΟ, Μιχαήλωφ. Ο Γκεόργκι Ντίμτσεφ, με καταγωγή από τα Άθυρα Γιαννιτσών, ανέλαβε τη στρατολόγηση χωρικών από τα γύρω χωριά, υποσχόμενος ένα καθεστώς αυτονομίας, με τοπικό στρατό, αστυνομία και βουλγαρικά σχολεία. Οι Οχρανίτες έφεραν στολές και το έμβλημα της ΕΜΕΟ: μία νεκροκεφαλή με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος». Το τάγμα της Έδεσσας ονομάστηκε «Τρίτο Μακεδονικό Τάγμα» και αριθμούσε εκατοντάδες μέλη.
Η τρομοκρατία της Οχράνα
Η δράση της Οχράνα προκάλεσε ένα κύμα βίας και τρομοκρατίας. Το Ε’ Δημοτικό Σχολείο της Έδεσσας μετατράπηκε σε τόπο φρικτών βασανιστηρίων, όπου οι φωνές των θυμάτων καλύπτονταν από τους ήχους της γκάιντας. Εθνικόφρονες Έλληνες, πρόσφυγες και σημαντικές προσωπικότητες έγιναν στόχοι. Πολλοί εκτελέστηκαν, όπως ο ταγματάρχης Δημοσθένης Αθανάσογλου και ο δάσκαλος Β. Βαφειάδης, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν.
Οι Οχρανίτες έκαναν πράξεις εντυπωσιασμού, όπως η τελετή ορκωμοσίας 300 μελών τους, με την εμφάνιση της σημαίας της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας» και την εκφώνηση αλυτρωτικών λόγων. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κατοίκων της Έδεσσας απείχε, δηλώνοντας την ελληνική της συνείδηση.
Το τέλος και η διάλυση
Ο Αύγουστος του 1944 ήταν καθοριστικός. Η συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας στις 26 Αυγούστου και η εμφάνιση του ΣΝΟΦ από το ΚΚΕ, με παρόμοια συνθήματα για την «ανεξαρτησία της Μακεδονίας», προκάλεσαν σύγχυση στους σλαβόφωνους. Πολλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Οχράνα και να εντάσσονται στο ΣΝΟΦ. Ακόμη και οι ηγέτες της, Ντίμτσεφ και Κάλτσεφ, ξεκίνησαν μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΕΑΜ.
Τελικά, μετά την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία, οι Γερμανοί διέλυσαν την Οχράνα, αφοπλίζοντας τους 700 περίπου οχρανίτες της περιοχής. Κάποιοι επέστρεψαν στα χωριά τους, άλλοι εντάχθηκαν στο ΣΝΟΦ και αναβαπτίστηκαν σε αντιστασιακούς, ενώ άλλοι ακολούθησαν τους Γερμανούς στην υποχώρησή τους προς τα Σκόπια και τη Βιέννη, κλείνοντας έτσι ένα από τα πιο μελανά κεφάλαια της τοπικής ιστορίας.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ