ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασης – πλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, και ΙΙΙ) Άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Θέμα: Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) που αφορούν το DNA.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
H διευρυνόμενη αξιοποίηση από τις διωκτικές αρχές γενετικού υλικού για την ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNA), για την ταυτοποίηση του δράστη εγκλήματος, με αδιαφανείς διαδικασίες, χωρίς δικαστικές και δικονομικές εγγυήσεις, η επίκλησή του στη συνέχεια από το ποινικό Δικαστήριο, συχνά ως μοναδικού ουσιαστικά αποδεικτικού στοιχείου ενοχής, ιδιαίτερα σε υποθέσεις του άρθρου 187 Α του Ποινικού Κώδικα (τρομοκρατικές πράξεις), εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τον κατηγορούμενο.
Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των σχετικών άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), περιορίζονται οι κατηγορίες των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται η λήψη γενετικού υλικού και η ανάλυση του DNA και εισάγονται κάποιες στοιχειώδεις δικαστικές και δικονομικές εγγυήσεις στο ζήτημα αυτό, για την προστασία του κατηγορουμένου και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του.
Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 1 της προτεινόμενης τροπολογίας, τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 200 Α του ΚΠΔ και περιορίζεται η δυνατότητα λήψης γενετικού υλικού και ανάλυσης του DNA μόνο στα κακουργήματα με χρήση βίας και τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ αν αυτή αφορά τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσεται με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου και μάλιστα με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του.
Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, τροποποιείται η παρ. 2 του πιο πάνω άρθρου του ΚΠΔ και ορίζεται ότι σε περίπτωση που έχει ζητηθεί η επανάληψη της ανάλυσης του DNA από το πρόσωπο από το οποίο έχει ληφθεί το γενετικό υλικό και η επανάληψη είναι για οποιονδήποτε λόγο αδύνατη, το πόρισμά της δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταδίκη του κατηγορουμένου, ενώ απαγορεύεται ρητά η αποθήκευση και χρήση του ληφθέντος γενετικού υλικού καθώς και των γενετικών αποτυπωμάτων για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, εκτός από το συγκεκριμένο για τον οποίο διατάχθηκαν.
Με τις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου, τροποποιούνται οι παρ. 3 και 4 αντίστοιχα του πιο πάνω άρθρου του ΚΠΔ και καθορίζεται η διαδικασία καταστροφής του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων, η αρμοδιότητα της οποίας ανατίθεται στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, που είχε διατάξει την ανάλυση, όπως άλλωστε προβλεπόταν και στην αρχική διατύπωση του σχετικού άρθρου 200 Α του ΚΠΔ.
Με το άρθρο 2 εισάγεται νέο άρθρο στον ΚΠΔ, το 200 Β, με το οποίο ορίζεται ότι η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού κατηγορουμένου σε πειστήριο, αντικείμενο ή πρόσωπο δεν είναι από μόνη της αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Τέλος, με το άρθρο 3 της προτεινόμενης τροπολογίας, τροποποιείται το άρθρο 204 του ΚΠΔ και ορίζονται συγκεκριμένες προθεσμίες στη διαδικασία της ανάκρισης, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος στον κατηγορούμενο για το διορισμό τεχνικού συμβούλου από αυτόν καθώς και την ενημέρωσή του πριν από κάθε πράξη λήψης, ανάλυσης ή ταυτοποίησης του DNA του.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ – ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασης – πλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών και ΙΙΙ) Άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Άρθρο 1
Στο άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής: «΄Οταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, οι διωκτικές αρχές μπορούν να λάβουν γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο μπορεί να διατάξει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπειά του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο που διαθέτει τα εχέγγυα επιστημονικής εγκυρότητας και τεχνικής επάρκειας. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208».
Στο ίδιο άρθρο, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής: «Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό. Αυτό έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη η επανάληψη της ανάλυσης, το προηγούμενο πόρισμα, με ποινή απόλυτης ακυρότητας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης, αν αυτή αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό καθώς και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη δικογραφία. Αποθήκευση και χρήση του ληφθέντος γενετικού υλικού καθώς και των γενετικών αποτυπωμάτων για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, πέραν του συγκεκριμένου για τον οποίο διατάχθηκε η λήψη και ανάλυση, απαγορεύεται ρητά».
Στο ίδιο άρθρο, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής: «Η κατά την προηγούμενη παράγραφο καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση. Ειδικά την καταστροφή των γενετικών αποτυπωμάτων που παρέμειναν στη δικογραφία τη διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του αμέσως μετά την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης».
Στο ίδιο άρθρο, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής: «Αν διατάχθηκε κατά τις προηγούμενες παραγράφους η καταστροφή του γενετικού υλικού ή και των γενετικών αποτυπωμάτων, αυτή γίνεται με επιμέλεια του εισαγγελέα αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος σε αυτόν και πάντως μέσα στις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό».
Άρθρο 2
Μετά το άρθρο 200 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προστίθεται άρθρο 200 Β, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής:
«Μόνη η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού κατηγορουμένου σε πειστήριο, αντικείμενο ή πρόσωπο, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου».
Άρθρο 3
Στο άρθρο 204 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής: «΄Οταν γίνεται ανάκριση για κακούργημα, εκείνος που ενεργεί την ανάκριση και διορίζει πραγματογνώμονες γνωστοποιεί συγχρόνως το διορισμό στον κατηγορούμενο, στον πολιτικώς ενάγοντα και στον αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 192. Αυτοί, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση και όχι μικρότερη των πέντε εργάσιμων ημερών μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες τεχνικό σύμβουλο, που επιλέγεται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να διοριστούν σύμφωνα με το νόμο πραγματογνώμονες στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνοι που έκαναν το διορισμό οφείλουν να ειδοποιήσουν εγγράφως αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη για το διορισμό του τεχνικού συμβούλου. Πριν την παρέλευση των πέντε εργάσιμων ημερών ο πραγματογνώμονας δεν επιτρέπεται να προβεί σε πράξεις λήψης ή ανάλυσης DNA. Ο διορισμένος τεχνικός σύμβουλος πρέπει να ενημερώνεται εγγράφως τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν από κάθε λήψη ή ανάλυση ή ταυτοποίηση του DNA του κατηγορουμένου προκειμένου να μπορεί να παρίσταται κατά την διεξαγωγή των ως άνω ενεργειών. Η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης δεν εμποδίζεται από τη μη εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος».