Γράφει ο Νικοφόρος Σιβένας
Μετά την απελευθέρωση της Κοζάνης στις 10 Οκτωβρίου του 1912, ο αρχιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος με το Γενικό Στρατηγείο αναρωτιόντουσαν ποιά κατεύθυνση είχε πάρει ο στρατός του Τούρκου αρχιστράτηγου Ταχσίν Πασά. Κι αυτό γιατί το ελληνικό ιππικό είχε χάσει προς στιγμήν την επαφή με τα αντίπαλα στρατεύματα που υποχωρούσαν. Με το πέρασμα όμως του Αλιάκμονα ποταμού τις δυο επόμενες μέρες, οι Έλληνες ιππείς αντιλήφθηκαν ότι ένα τμήμα περίπου 5000 ανδρών με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά είχε πάρει τον δρόμο προς βορρά, προς το Μοναστήρι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος, υπό τον Ταχσίν πασά πήρε την κατεύθυνση προς Βέροια και Θεσσαλονίκη. Έτσι στις 13 Οκτωβρίου η V Μεραρχία πήρε εντολή να καταδιώξει το τμήμα που κατευθυνόταν προς Φλώρινα διασφαλίζοντας συγχρόνως την αριστερή πλευρά της υπόλοιπης στρατιάς η οποία με τον Κωνσταντίνο ξεκινούσε προς Βέροια και Θεσσαλονίκη ακολουθώντας τα ίχνη του Ταχσίν πασά. Στις 18 Οκτωβρίου, μέρα της απελευθέρωσης της Έδεσσας, η V Μεραρχία είχε ήδη φτάσει στις δυτικές όχθες της Βεγορίτιδας και πλησίαζε στη Βεύη μετά από μικρές μάχες με τις οπισθοφυλακές του Μουσταφά πασά στην περιοχή της Πτολεμαϊδας. Στο μεταξύ βορειότερα ο σερβικός στρατός είχε καταφέρει συντριπτικές νίκες επί των Οθωμανών σε Πρίστινα, Κουμάνοβο και Σκόπια και κατέβαινε προς Περλεπέ και Μοναστήρι εξωθώντας τα τουρκικά στρατεύματα προς νότο. Οι Τούρκοι αγνοώντας το μέγεθος του ελληνικού στρατού που κυνηγούσε τον Μουσταφά πασά αποφάσισαν να στείλουν προς ενίσχυση ολόκληρο το 6ο Σώμα Στρατού του στρατηγού Τζαβήτ που αποτελούνταν από την XV, XVII και XVIII Μεραρχίες καθώς επίσης και το επίλεκτο σώμα του Νιαζή μπέη, του ήρωα του Νεοτουρκικού κινήματος του 1908. Ηταν μια ριψοκίνδυνη απόφαση του Τούρκου αρχιστράτηγου Αλή Ριζά γιατί έτσι αδυνάτιζε πολύ τις δυνάμεις που ήταν επιφορτισμένες με την άμυνα του Περλεπέ και του Μοναστηρίου εναντίον των Σέρβων που έρχονταν από βορρά. Οι συμπλοκές της V Μεραρχίας με το οθωμανικό Σώμα άρχισαν στις 21 Οκτωβρίου κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η V Μεραρχία υποχώρησε νότια από τα στενά του Κλειδίου και οχυρώθηκε στη γραμμή Ξυνό Νερό – Αμύνταιο – Πέτρες. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάνουν μια κυκλωτική κίνηση από τα υψώματα του Ξυνού Νερού (Εκσίσου) αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μάχες συνεχίστηκαν στις 22 και 23 Οκτωβρίου, μέρα κατά την οποία νέες τουρκικές δυνάμεις άρχισαν να κατεβαίνουν από τους λόφους πάνω από την λίμνη των Πετρών. Το ελληνικό πυροβολικό όμως κατάφερνε να ανακόπτει με επιτυχημένες βολές τις τουρκικές διεμβολήσεις. Αλλά το βράδυ της 23ης προς 24η Οκτωβρίου ένας τοπικός χότζας με οπλισμένους Τούρκους χωρικούς των εκεί χωριών που γνώριζαν καλά την περιοχή, οδήγησε τουρκικά αγήματα μέσα από τις γραμμές των ελληνικών μονάδων στο χωριό Ροδώνας, στα νώτα των ελληνικών δυνάμεων. Ετσι το πρωί της 24ης Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις βρέθηκαν ξαφνικά παγιδευμένες σε κλειό εχθρικού πυρός. Παρά το ότι οι τουρκικές δυνάμεις που γλύστρισαν μέσα από τις ελληνκές γραμμές δεν ήταν σημαντικές σε αριθμό, ήταν τέτοια η σύγχυση και ο πανικός στις μονάδες της V Μεραρχίας που σήμανε άτακτη υποχώρηση. Η Μεραρχία κατόρθωσε την 25η Οκτωβρίου να ανασυγκροτηθεί και πάλι έξω από την Κοζάνη με πολύ μεγάλο κόπο αποτρέποντας την εκκένωση της πόλης από τους πολίτες. Ευτυχώς οι τουρκικές δυνάμεις δεν ακολούθησαν την καταδίωξη δίνοντας έτσι τον χρόνο να έρθουν λιγοστές ενισχύσεις απο την Ελασσώνα και με την βοήθεια της χωροφυλακής και οπλισμένων πολιτών της Κοζάνης να σταθεροποιηθεί η γραμμή άμυνας. Στις 27 Οκτωβρίου, λίγες ώρες μετά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τον Ταχσίν πασά – που έγινε στις 1:30 το πρωΐ εκείνης της μέρας – το Γενικό Στρατηγείο έδωσε διαταγή να ετοιμάζονται όλες οι μεραρχίες να κινηθούν προς Αμύνταιο πλην της II και της VII που θα έμεναν για την προστασία της Θεσσαλονίκης όπου τελικά είχαν εισέλθει οκτώ βουλγαρικά τάγματα αντί των δύο που είχαν συμφωνηθεί. Ηταν ίσως η πιο κρίσιμη στιγμή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Πράγματι, αν καταλαμβανόταν η Κοζάνη και τα στενά του Σαρανταπόρου από τους Οθωμανούς όλη η ελληνική στρατιά θα εγκλωβιζόταν στη πεδιάδα της Θεσσαλονίκης έχοντας στα δυτικά και βόρεια τη πολυάριθμη στρατιά του Αλή Ριζά και στα ανατολικά τους “συμμάχους” Βουλγάρους. Φυσικά ο δρόμος προς Αθήνα θα ήταν ανοικτός με ελάχιστες μονάδες για την προστασία της.
Η κίνηση των Μεραρχιών προς το Αμύνταιο άρχισε το πρωΐ της 30ης Οκτωβρίου. Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου η VI Μεραρχία έφτασε κοντά στην Έδεσσα και ορισμένα τμήματα της προωθήθηκαν βορειότερα στον Άγρα. Οι προφυλακές της ανέφεραν ότι οι Τούρκοι κατείχαν την Άρνισσα με γραμμή άμυνας στα χωριά Δροσιά και Ξανθόγεια. Η IV Μεραρχία στάθμευσε στη Σκύδρα στον σταθμό της οποίας εγκαταστάθηκε ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το Γενικό Στρατηγείο. Στις 2 Νοεμβρίου η IV Μεραρχία άρχισε την κίνηση προς Φλαμουριά όπου και διανυκτέρευσε. Η ΙΙΙ Μεραρχία στρατοπέδευσε στο Ριζάρι ενώ η Ι Μεραρχία βόρεια της Σκύδρας.
Το σκηνικό ήταν λοιπόν έτοιμο για μια συντονισμένη κίνηση της ελληνικής στρατιάς. Την επόμενη μέρα, 3 Νοεμβρίου, η ενισχυμένη V Μερταρχία θα προχωρούσε από Κοζάνη προς Πτολεμαΐδα, η IV από Φλαμουριά προς Κάτω Γραμματικό και η VI από Έδεσσα προς Άγρα με απώτερο στόχο την Άρνισσα. Η V Μεραρχία συνάντησε ισχυρή αντίσταση στο χωριό Κόμανος, νότια της Πτολεμαΐδας, όπου και καθηλώθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Η IV έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια ανάβασης του Βερμίου προς το Γραμματικό όπως γλαφυρά μας διηγείται ο Σπύρος Μελάς που υπηρετούσε στη Μεραρχία αυτή: “Το μαρτύριο κορυφώθηκε, όμως, όταν διασκελίσαμε για δεύτερη φορά το Βέρμιο από το μουλαρόδρομο που σκαρφαλώνει από Πόδος (Φλαμουριά) στο Γραμματικό. Είχανε περάσει πια κι ήταν αγύριστες οι μέρες, που ο ενθουσιασμός και το φιλότιμο θριάμβευαν εύκολα πάνω στη κούραση – όταν μπορούσε κανένας να βλέπει φαντάρους να κουτσαίνουν, πληγιασμένοι από τις αρβύλες ή να καμπουριάζουν με ξεφλουδισμένους ώμους από το σάκο….σε κείνο το μουλαρόδρομο δοκιμάστηκαν σκληρά τα κορμιά μας όπως οι ψυχές στο δρόμο της αρετής. Το ύψος και το απότομο των βράχων σα να πολλαπλασίαζαν τις πυκνότατες φυλλωσιές των φελλοδρυών με τους χρυσαφένιους φθινοπωρινούς τόνους και έκλειναν τη θέα σε απόσταση λίγων μέτρων, δίνοντας την εντύπωση, ότι ο φοβερός εκείνος ανήφορος δεν τέλειωνε πουθενά…Η πάλη τραγική, φοβερή γινότανε ανάμεσα της φυσικής αδυναμίας, της άμεσης και απόλυτης ανάγκης που είχε ο εξαντλημένος να πέσει, να ξαπλωθεί με κάθε θυσία, και της αγάπης στη ζωή και του ένστικτου της αυτοσυντήρησης. Ποτέ δε θα ξεχάσω την εικόνα ενός βραδύπορου με χαλκοπράσινη μορφή, που ο κόπος της είχε δώσει μια έκφραση εξουθενωμένη ως τα έσχατα όρια. Βρισκότανε στο λιγοψύχισμα της προσπάθειας, τρίκλιζε, ανάσαινε δύσκολα σαν ασθματικός και στο στόμα του είχαν ανέβει αφροί….Τα μουλάρια μόλις και μετά βίας ανέβαζαν το φορτίο τους, οι δε σέλλες των αλόγων μας, κάθε πέντε λεπτά γλιστρούσαν από τις ωμοπλάτες στα καπούλια των αλόγων”.
Στις 4 Νοεμβρίου, το 23ο Σύνταγμα της V Μεραρχία συνέχισε την επίθεση στο χωριό Κόμανος όπου είχαν οχυρωθεί ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μεγάλες. Προς στιγμή δημιουργήθηκε πανικός όταν τραυματίστηκε και αποσύρθηκε ο διοικητής του Συντάγματος αλλά τελικά με τις ενισχύσεις που φτάσανε εγκαίρως από τη Μεραρχία το χωριό κατελήφθη και οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή. Η νίκη αυτή άνοιξε τον δρόμο προς το Αμύνταιο. Την ίδια μέρα η IV Μεραρχία, που είχε φτάσει ήδη στο Κάτω Γραμματικό, δέχτηκε επίθεση από οπλισμένους χωρικούς. Γράφει ο Σπύρος Μελάς: “Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, μας ξύπνησαν διπλοί κρότοι, αραιοί, πυροβόλων, που έρχονταν από μακριά και πυκνοί όπλων, από πολύ κοντά. Οι Κονιαρέοι, από τα γύρω της Κατράνιτσας χωριά (σ.σ. Πύργοι), που τους είχανε γλυκάνει οι επιτυχίες των συμπατριωτών τους εναντίον της πέμπτης Μεραρχίας, πεντακόσοι απάνω κάτω, συγκεντρώθηκαν τη νύχτα και το γλυκοχάραμα ανοίξανε ντουφέκι κατά των προφυλακών μας. Είχαμε, όμως, καεί από το πάθημα της πέμπτης Μεραρχίας. Κι’ ήμαστε πανέτοιμοι, πριν ξημερώσει, για κάθε ενδεχόμενο. Διατάχτηκε αμέσως το τρίτο τάγμα του ενδέκατου συντάγματος, με τον Σουμίλα, να βαδίσει εναντίον τους, να τους κυκλώσει, να τους θανατώσει και να κάψει τα σπίτια τους. Όταν αυτό το τάγμα άρχισε την επίθεση, ο Μέραρχος μ’ έστειλε να πάω αυτή τη σύντομη υπόμνηση του στο διοικητή:
– Δε θέλω αιχμαλώτους!….”.
Μετά τους Πύργους η IV Μεραρχία κατέλαβε και την Περαία και προώθησε τμήματά της βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής στη βάση των λόφων που βρίσκονται νότια της Αρνισσας. Αλλά ας παρακολουθήσουμε τη διήγηση του Μελά: “Κατά τις 5 το απόγεμα τα συντάγματα και η ορειβατική μοίρα με το λοχαγό Κουγετέα, έφτασαν και συντάχτηκαν σε μια πλαγιά του βουνού. Απ’ αυτή βλέπαμε μια μικρή λωρίδα από τη λίμνη του Οστρόβου, όπου καθρεφτιζότανε μικρός μιναρές μοναχικού τζαμιού, που ήτανε χτισμένο πάνω στην κορφή βράχου, κοντά στην όχθη”. Πρόκειται φυσικά για το περίφημο τζαμί στο πάλαι ποτέ νησάκι για το οποίο μιλήσαμε διεξοδικά στην ανάρτηση Η Έλλιμνος νήσος. Δεν καταλαβαίνουμε δυστυχώς από τη περιγραφή αν πριν από τη μάχη ο μιναρές ήταν ακέραιος ή όχι. Σε λίγο όμως άρχιζε η μάχη του Οστρόβου. “Το χωριό κρυβόταν ολότελα πίσω από μια λοφοσειρά που είχε πιάσει μια εχθρική δύναμη από τέσσερα ή πέντε τούρκικα τάγματα. Απ’αυτά αποσπάστηκε – μόλις η τέταρτη Μεραρχία συντάχτηκε, περιμένοντας την έχτη να επιτεθεί κατά μέτωπο – μια μικρή περιπολία πεζών που τους είδαμε να βαδίζουν πάνω στην όχθη της λίμνης και να διευθύνονται προς το μέρος μας. Κάποιος είπε:
– Μωρέ πού πάνε αυτοί; Στο χορό πάνε; Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι αντιλάλησε μια μπαταριά από το μέρος ενός προχωρημένου τμήματος της Μεραρχίας. Οι Τούρκοι άφησαν δυό πληγωμένους επί τόπου και τόβαλαν στα πόδια. Σε λίγο ακούστηκε το πρώτο κανόνι…. η έχτη Μεραρχία είχε αρχίσει την επίθεσή της”.
Η VI Μεραρχία στις 4 Νοεμβρίου είχε προελάσει κατά μήκος του δρόμου Αγρα – Βρυττών με εμπροσθοφυλακή το 18ο Σύνταγμα Πεζικού. Αφού ανέτρεψε ορισμένες αντιστάσεις από τις εχθρικές εμπροσθοφυλακές έφτασε μπροστά στα υψώματα της Άρνισσας. Εκεί προσβλήθηκε με μεγάλη σφοδρότητα από τα τουρκικά αμυνόμενα τάγματα και μέσα σε σύγχυση υποχώρησε. Οι τουρκικές δυνάμεις προσπάθησαν να διεμβολήσουν το ελληνικό Σύνταγμα αλλά με τις ενισχύσεις που έρχονταν από πίσω εδραιώθηκε η γραμμή μάχης και υποχώρησαν οι τουρκικές δυνάμεις στις αρχικές τους θέσεις. Το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε μια προσπάθεια επίθεσης από το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων αλλά η έντονη τουρκική αντίσταση σήμανε και πάλι υποχώρηση και προσωρινό πανικό που εξαπλώθηκε και στο 18ο Σύνταγμα. Τελικά οι δυο αντίπαλοι στρατοί πέρασαν τη νύχτα της 4ης προς 5η νοεμβρίου με το όπλο στο χέρι έχοντας σαν διαχωριστική γραμμή περίπου τον σημερινό δημόσιο δρόμο Εδεσσας – Πτολεμαΐδας στο γνωστό σταυροδρόμι.
Εν τω μεταξύ η III Μεραρχία που είχε στρατοπεδεύσει την προηγούμενη μέρα στο Ριζάρι προέλασε στις 4 Νοεμβρίου βορείως της έκτης Μεραρχίας με κατεύθυνση προς Καρυδιά και Παναγίτσα. Μετά την Καρυδιά όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τις τουρκικές αμυνόμενες δυνάμεις και αναγκάστηκε να περάσει τη νύχτα στη περιοχή της Καρυδιάς.
Την επόμενη μέρα άρχισαν οι γενικευμένες εχθροπρξίες. Ηταν φανερό ότι τα 4 – 5 τουρκικά τάγματα που φύλαγαν τους λόφους νότια και ανατολικά της Άρνισσας δεν μπορούσαν να αντέξουν τη συνδυασμένη δύναμη πυρός της, κατά μέτωπο, έκτης Μεραρχίας και της τρίτης που έβαλε από βορρά. Ετσι το μεσημέρι της 5ης Νοεμβρίου έμπαιναν τα πρώτα ελληνικά τμήματα στην Άρνισσα. Την επόμενη μέρα εγκαταστάθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και το Γενικό Στρατηγείο. Εκεί έμαθε ότι την ίδια μέρα οι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι αιχμαλωτίζοντας 40.000 Τούρκους στρατιώτες. Ο δρόμος προς την Φλώρινα ήταν ανοικτός αλλά έπρεπε να βιαστούν. Ο ελληνικός στρατός τελικά μπήκε πρώτος και νικηφόρος στη Φλώρινα το μεσημέρι της επόμενης μέρας!
Ο Κωνσταντίνος στον σιδηροδρομικό σταθμό Εδέσσης στο δρόμο προς την Άρνισσα λίγο πριν την περίφημη μάχη. Από αριστερά διακρίνονται οι Δούσμανης με τον χιτώνα, Κωνσταντίνος, και οι δυο κοντοί Μεταξάς και Δαγκλής.
Στη συνέχεια μερικές φωτογραφίες από την πρώτη μέρα της απελευθερωμένης Άρνισσας! Εικόνες του χωριού μιας άλλης εποχής!
Ο αρχιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις διακρίνεται με την σκούρα χλένη του, συνομιλεί με τον στρατηγό Δαγκλή στην Άρνισσα. Περιστοιχίζεται από το επιτελείο του και γυναίκες του χωριού.
Ο περίφημος μιναρές στο “νησάκι” όπως ήταν την 6η Νοεμβρίου 1912.!